άλφα

άλφα
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου.
* * *
το (Α ἄλφα) (άκλιτο)
1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α)
2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το άλφα», είναι εντελώς αναλφάβητος (αρχ. «ἐπίσταται δ’ οὐδ’ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι»)
(νεοελλ.-μσν.) (για τον Χριστό) «το Άλφα και το Ωμέγα», η αρχή και το τέλος, η αρχή τών πάντων, η μόνη αρχή [βλ. και Α, α]
νεοελλ.
1. αρχικό σημείο, έναρξη, αρχή
2. φρ. «τά είπε από το άλφα ώς το ωμέγα», με κάθε λεπτομέρεια
«ώσπου να πεις α (άλφα)», υπερβολικά γρήγορα (πρβλ. «ώσπου να πεις κύμινο»)
μσν.
το αλφάδι τού ξυλουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άκλιτη λ. (πρβλ. πληθ. τὰ ἄλφα), που απαντά για πρώτη φορά στον Κρατύλο τού Πλάτωνος. Η λ. είναι επίσης γνωστή από τη φράση «το άλφα και το ω». Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβραϊκό aleph και λ. Α, α). Το ληκτικό μόρφημα τής λ. ἄλφ-α αναπτύχθηκε στην Ελληνική, επειδή το ληκτικό μόρφημα -φ τής αντίστοιχης σημιτικής λ. δεν αποτελεί στοιχείο τού συστήματος τών ληκτικών μορφημάτων τής Ελληνικής.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλφαβητάριο νεοελλ. αλφαβητικός.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. αλφάβητος, αλφάδι, αλφάρι
νεοελλ.
αλφαβήτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄλφα — neut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλφα — το (λ. σημιτ.) 1. το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου και των αλφάβητων όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών. 2. η αρχή: Είμαστε ακόμη στο άλφα. 3. φυτό ποώδες, από το οποίο φτιάχνονται πλεκτά είδη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλφα διάσπαση — Κβαντικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σωμάτιο άλφα που δεν έχει αρκετή ενέργεια για να υπερνικήσει το φράγμα δυναμικού κοντά στην επιφάνεια του πυρήνα διαπερνά το φράγμα και βγαίνει έξω από τον πυρήνα, όπου η ηλεκτρική απωστική δύναμη το… …   Dictionary of Greek

  • άλφα κύματα — Στοιχεία ηλεκτροεγκεφαλογραφικών διερευνήσεων της συνείδησης …   Dictionary of Greek

  • τἄλφα — ἄλφα , ἄλφα neut ἔλφᾱ , ἔλφος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλφ' — ἄλφα , ἄλφα neut ἄλφι , ἄλφιτον barley groats neut nom/voc/acc sg (epic) ἄλφε , ἀλφάνω bring in aor imperat act 2nd sg ἄλφε , ἀλφάνω bring in aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • εμβέλεια — Το ολικό μήκος R της τροχιάς που μπορεί να διανύσει ένα σωμάτιο, έως ότου μηδενιστεί η ενέργειά του εξαιτίας ιονισμού (στα άτομα του απορροφητή), διέγερσης και άλλων αλληλεπιδράσεων με το υλικό μέσο στο οποίο κινείται. Η ε. ενός δεδομένου… …   Dictionary of Greek

  • Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος …   Deutsch Wikipedia

  • Alpha — Aussprache antik [a] modern [a] Entsprechungen lateinisch …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”